- πυρεταίνω
- Α [πυρετός]1. έχω πυρετό2. μτφ. κατέχομαι από ένα νοσηρό σωματικό ή, συνήθως, ψυχικό πάθος («εἴ πως δυνηθείης τὸ πυρεταῑνον τῆς σαρκὸς φρόνημα κατασβέσαι», Νείλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιπυρεταίνω — ἐπιπυρεταίνω (Α) [πυρεταίνω] επιπυρέσσω … Dictionary of Greek
ορθοπυρεταίνω — ὀρθοπυρεταίνω (Α) έχω φυσιολογική, ομαλή θερμοκρασία σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πυρεταίνω] … Dictionary of Greek
υποπυρεταίνω — Α έχω λίγο πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πυρεταίνω «έχω πυρετό»] … Dictionary of Greek